-
1 μέτρα
μέτρονthat by which anything is measured: neut nom /voc /acc pl -
2 μέτρα ασφαλείας
безбедноcни меркиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μέτρα ασφαλείας
-
3 Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώνει, αυτός δεν ημπορεί ποτέ να στερνομετανιώνει
Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώνει, αυτός δεν ημπορεί ποτέ να στερνομετανιώνει– Σκέψου, πριν ενεργήσεις, κοίταξε, πριν πηδήσεις• Не зная броду, не суйся в водуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος τα ύστερα μετρά πριχού κοντά σιμώνει, αυτός δεν ημπορεί ποτέ να στερνομετανιώνει
-
4 Πέντε μέτρα κι ένα κόβε
– Πέντε φύσα και μια ρούφα• Семь раз отмерь, один раз отрежьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πέντε μέτρα κι ένα κόβε
-
5 λαμβάνει μέτρα
презема меркиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > λαμβάνει μέτρα
-
6 να λάβει μέτρα
да преземе меркиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > να λάβει μέτρα
-
7 μέτρ'
μέτρα, μέτρονthat by which anything is measured: neut nom /voc /acc pl -
8 müeyyide
μέτρα, καταναγκασμός -
9 μέτρον
τό1) мера;μέτρα μήκους — меры длины;
μέτρα και σταθμά — меры веса;
2) метр (единица измерения);τετραγωνικό μέτρον — квадратный метр;
κυβικό μέτρον — кубический метр;
3) мерка; размер;παίρνω μέτρον ( — или τα μέτρα) — измерять; — снимать мерку;
πήρα τα μέτρα τού οικοπέδου — я измерил строительный участок;
έκαμα λάθος στο μέτρο — я ошибся размером;
σύμφωνα με τα μέτρα — по размеру;
4) мера, мерка (сыпучих тел и жидкости);μέτρ σιτηρών — мера пшеницы;
5) перен. мера (величина, степень);στο μέτρον τού δυνατού — по мере возможности;
στο μέτρον των δυνάμεων μου — по мере моих сил;
αυτό υπερβαίνει το μέτρον των δυνάμεων μου — это выше моих сил;
6) мера, предел;παν μέτρον άριστον — всё хорошо в меру;
δεν γνωρίζω τί εστί μέτρον — не знать чувства меры;
7) мерка, мерило, критерий;έχω ( — или εφαρμόζω) δύο μέτρα και δύο σταθμά — подходить с двумя разными мерками (к чему-л.), быть пристрастным;
8) (чаще πλ.) мера, средство;μέτρο ποινής — мера наказания;
προσωρινά μέτρα — временные меры;
δρακόντεια μέτρον — драконовские меры;
προφυλακτικά μέτρα — или μέτρα προφύλαξης — меры предосторожности;
σύντονα (αποφασιστικά, δραστικά, προληπτικά) μέτρα — энергичные (решительные, действенные, превентивные) меры;
παίρνω ( — или λαμβάνω) μέτρα — принимать меры;
λάβε τα μέτρα σου — береги себя;
9) лит. размер (стихотворный);ιαμβικό μέτρον — ямб;
10) муз. ритм, такт;§ εν μέτρω — или με μέτρο — в меру, умеренно, разумно;
τινι μέτρω — в какой-то мере; — в какой-то степени;άνευ μέτρου — без меры;
υπέρ το μέτρον — сверх меры
-
10 μέτρον
μέτρον, τό,1 measure, rule,μέτρ' ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.12.422
;ἐν μέτροισι ταμὼν δόνακας h.Merc.47
; πάντ' ἄνδρα πάντων χρημάτων μ. εἶναι is a measure of all things, Pl.Tht. 183c, cf. Protag. ap. Arist.Metaph. 1053a36;μ. αὐτῷ οὐχ ἡ ψυχή, ἀλλ' ὁ νόμος X.Cyr.1.3.18
.b Math., measure, divisor, Eratosth. ap. Nicom.Ar.1.13, etc.2 measure of content, whether solid or liquid,δῶκεν μέθυ, χίλια μ. Il.7.471
;εἴκοσι δ' ἔστω μ... ἀλφίτου Od.2.355
;ὕδατος ἀνὰ εἴκοσι μ. χεῦε 9.209
, cf. Il.23.268, 741, Hes.Op. 350, 600, etc.; at Samos, of the μέδιμνος, SIG976.55 (ii B.C.); in Egypt, of theἀρτάβη, μ. δοχικόν PTeb.11.6
(ii B.C.); also of smaller units, as μ. ἑξαχοίνικον ib.105.40 (ii B.C.); μέτροις καὶ σταθμοῖς by measure and weight, Decr. ap. And.1.83; in the widest sense, either weight or measure,Φείδωνος τοῦ τὰ μ. ποιήσαντος Πελοποννησίοισι Hdt.6.127
; μ. οἰνηρά, σιτηρά, Arist.EN 1135a2;Κιλικίῳ μ. μετρεῖν OGI579.2
([place name] Cilicia).3 any space measured or measurable, length, size, in pl., dimensions, μέτρα κελεύθου the length of the way, Od.4.389;μέτρα θαλάσσης Hes.Op. 648
, Orac. ap. Hdt.1.47; μορφῆς μέτρα bodily dimensions, E.Alc. 1063; τὰ μ. τοῦ λίθου its distances from a given point in given directions, its position, Hdt.2.121.ά, cf. Pl.Lg. 843e, Plu.Sol.23;ἄστρων μέτρα S.Fr.432.8
;ἀπέχει.. θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους Th.8.95
; τῷ Ἴστρῳ ἐκ τῶν ἴσων μ. ὁρμᾶται [ὁ Νεῖλος] starts from the same distances as (i.e. the position corresponding to the source of) the Ister, Hdt.2.33;εἰδέναι τὴν ἑαυτοῦ χώραν μέτρῳ καὶ τόπῳ X.Cyr.8.5.3
;ἐντὸς τῶν μ. τετμημένον μέταλλον Hyp.Eux.35
; later of Time, duration,μέτρα βίοιο ἄρκια APl.4.333
(Antiphil.); ἐτέων μέτρα, ὡράων μέτρον, AP7.334,9.481; μέτρα ἐνιαυτῶν, νυκτός, Arat.464.731;χρονικὰ μ. Simp.
in de An.299.37.b limit, goal, ὅρμου μ. the goal which is the mooring-place, Od.13.101; ἥβης μ. ἱκέσθαι the term which is puberty, Il.11.225, Hes. Op. 132; but, ἥβης μ. ἔχειν full measure of youthful vigour, ib. 438, Thgn.1119;σοφίης, γνωμοσύνης μ. Sol.13.52
, 16.2.4 due measure or limit, proportion,μέτρα φυλάσσεσθαι Hes.Op. 694
;χρὴ κατ' αὐτὸν παντὸς ὁρᾶν μέτρον Pi.P.2.34
;μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων Id.I.6(5).71
;κατὰ μέτρον Hes.Op. 720
;πίνειν ὑπὲρ μέτρον Thgn.498
;προστιθεὶς μ. A.Ch. 797
(lyr.); τί μ. κακότατος ἔφυ; S.El. 236 (lyr.); μ. ἔχει have a moderating power, Pl.Lg. 836a;πλέον πίνειν τοῦ μέτρου Id.R. 621a
;μ. ἔχειν Id.Lg. 957a
; μέτρῳ, = μετρίως, καταβαίνειν Pi.P.8.78;οὐδεὶς τῷ μ. τὸ πίνειν ἔστεργε Alciphr. 3.32
.5 τίς ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα.. ἐπέθηκ' checks, i.e. bits, Pi.O.13.20.II metre, Ar.Nu. 638, 641, etc.; opp. μέλος (music) and ῥυθμός (time), Pl.Grg. 502c, etc.; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες putting into verse, Id.Lg. 669d;τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη X.Mem. 1.2.21
. -
11 мера
-ы θ.1. μέτρο, μονάδα μέτρησης•-ы длины μέτρα μήκους•
-ы веса μέτρα βάρους,τα σταθμά•
-ы объёма μέτρα όγκου•
-ы вместительности μέτρα χωρητικότητας•
кубическая мера κυβικό μέτρο.
|| η μετρική ταινία. || ρωσικό μέτρο χωρητικότητας ενός πουτιού.2. μτφ. όριο•следует во всём соблюдать -у παν μέτρον άριστον•
всему есть мера για κάθε τι υπάρχει όριο•
знать -у όεν υπερβαίνω τα όρια.
|| (συνεκδ.) τα μέσα, μέτρα•-ы наказания μέσα τιμωρίας•
принимать -ы παίρνω τα μέτρα•
-ы предосторожности προφυλακτικά μέτρα•
-ы социальной защиты μέτρα κοινωνικής πρόνοιας•
решительные -ы αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα•
высшая мера наказания η εσχάτη των ποινών.
εκφρ.без -ы – χωρίς μέτρο (υπερβολικά)•в -у – στο μέτρο (μέτρια)•ни в коей ή ни в какой -е – επ ουδενί λόγω, σε καμιά περίπτωση, με κανένα τρόπο•по -е – όσο, καθόσο, αντίστοιχα, ανάλογα•по -е того как... – οσάκις, ότε, οπότε...• сверх -ы; через -у; не в -у υπέρμετρα, υπέρ το δέον•чувство -ы – το αίσθημα του μέτρου. -
12 мера
мера ж 1) το μέτρο, η μονάδα· \мераа длины το μέτρο (или η μονάδα) μήκους· \мераы веса μέτρα και σταθμά 2) (средство) τα μέτρα* \мераы предосторожности τα προφυλακτικά μέτρα" принять \мераы παίρνω μέτρα 3) (степень) о βαθμός' в известной \мерае σε ορισμένο βαθμό ◇ по крайней \мерае τουλάχιστο· в \мерау με μέτρο* по \мерае того как... καθώς...· по \мерае... ανάλογα με...* * *ж1) το μέτρο, η μονάδαме́ра длины́ — το μέτρο ( или η μονάδα) μήκους
ме́ры ве́са — μέτρα και σταθμά
2) ( средство) τα μέτραме́ры предосторо́жности — τα προφυλακτικά μέτρα
приня́ть ме́ры — παίρνω μέτρα
3) ( степень) ο βαθμόςв изве́стной ме́ре — σε ορισμένο βαθμό
••по кра́йней ме́ре — τουλάχιστο
в ме́ру — με μέτρο
по ме́ре того́ как… — καθώς…
по ме́ре… — ανάλογα με…
-
13 μέτρον
μέτρον, τό, 1) das Maaß; – a) das Werkzeug zum Messen, der Maaßstab, Il. 12, 422; u. im weitern Sinne, Maaß und Gewicht, Her. 6, 127; vgl. Eur. μέτρ' ἀνϑρώποισι καὶ μέρη σταϑμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 544; πλοίῳ ἐς πεντακόσια τάλαντα ἄγοντι μέτρα, Thuc. 4, 118. – Bes. b) das Maaß für flüssige u. trockene Dinge, auch das damit Gemessene, μέτρα οἴνου, ὕδατος, ἀλφίτου, Il. 7, 471 Od. 2, 355. 9, 209; vgl. Il. 23, 268, τέσσαρα μέτρα κεχανδότα λέβητα, u. 741, ἓξ δ' ἄρα μέτρα χάνδανεν, nämlich ὁ κρητήρ, woraus hervorgeht, daß der Dichter ein Maaß von bestimmter Größe meint. – c) jeder gemessene oder meßbare Raum, μέτρα κελεύϑου, die Maaße, die Länge des Weges, Od. 4, 389. 10, 539; μέτρον ὅρμου, der Raum des Hafens, 13, 101, öfter; μέτρον ἥβης, z. B. εἰ ἥβης μέτρον ἵκοντο, 11, 317; μέγας ἐσσὶ καὶ ἥβης μέτρον ἱκάνεις, 18, 217. 19, 532, wie Hes., das volle Maaß der Jugend, d. i. die Zeit der vollsten Jugendblüthe erreicht haben, wie Eur. σοὶ ταὐτὸν ἥβης εἶχ' ἂν μέτρον, Ion 354; Sol. 5, 32 σοφίης μέτρον, das volle Maaß der Weisheit, die vollkommne Weisheit; sp. D. – Auch in Prosa gew., Thuc. ἀπέχει τῆς πόλεως ϑαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους, 8, 95; ἵνα εἴη μέτρον τι ἐναργὲς πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχει, Plat. Tim. 39 d; τὴν μέτρῳ ἴσην καὶ σταϑμῷ καὶ ἀριϑμῷ, Legg. VI, 757 b; πάντων χρημάτων μέτρον ἄνϑρωπον εἶναι, Theaet. 152 a, öfter; ὥςπερ ὑπὲρ σταϑμῶν ἢ μέτρων τὸ ἴσον σκοπούμενοι, die Gleichheit in Gewichten und Maaßen, Dem. ep. 3 p. 640, 25. – 2) das rechte Maaß zwischen zu wenig u. zu viel, Ebenmaaß, Gleichmaaß, u. übertr. Mäßigung; ἕπεται ἐν ἑκάστῳ μέτρον, Jegliches hat sein Maaß, Pind. Ol. 13, 46; παντὸς ὁρᾶν μέτρον, in Allem auf das rechte Maaß sehen, P. 2, 34; κερδέων μέτρον ϑηρευέμεν χρή, N. 11, 47; vgl. auch I. 5, 67; προςτιϑεὶς μέτρον, Aesch. Ch. 786; καί τι μέτρον κακότητος ἔφυ, Soph. El. 229; μέτρον ἂν ἔχοι τὰ δικαστήρια, Plat. Legg. XII, 957 a; Sp., μέτρον ἐπακτέον πῷ πράγματι, Luc. hist. conscr. 9; τὸ μέτρον τῆς μιμήσεως ὑπερβαίνειν, salt. 82; – μέτρῳ, κατὰ μέτρον, mäßig, mit Maaß. – 3) das Vers- oder Sylbenmaaß; φράσω δὲ ἄνευ μέτρου, Plat. Rep. III, 393 d; ἐν μέτρῳ ὡς ποιητής, ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης, Phaedr. 258 d, öfter; vgl. ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ, Rep. X, 607 d, wie μέλεσί τε καὶ μέτροις, Conv. 187 d; λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιϑέντες, in Verse bringen, Legg. II, 669 d; οὔτι τῶν μέτρων δέομαι ἀκοῦσαι ἀλλὰ τῆς διανοίας, nicht die Verse, Lys. 205 a; Folgde. Bei den Metrikern ist μέτρον theils ein einzelner Versfuß im daktylischen u. anapästischen Rhythmus, theils eine Verbindung von zwei Versfüßen im jambischen und trochäischen, dah. ἑξάμετρος, δίμετρος στίχος.
-
14 мера
мер||аж1. (единица измерения) τό μέτρο[ν]:\мераы длины́ τά μέτρα μήκους· \мераы веса τά μέτρα καί σταθμά·2. (величина, размер) τό ὄριο[ν], τό μέτρο[ν]:чу́вство \мераы τό αίσθημα τοῦ μέτρου· знать \мерау τηρῶ τό μέτρο, δέν ξεπερνώ τά ὅρια· не знать \мераы ξεπερνώ τά брш· в значительной \мерае σέ σημαντικό βαθμό· в известной \мерае ὡς δνα σημείο·3. (мероприятие) τό μέτρο[ν]:решительные \мераы τά ἀποφασιστικά (или τά δραστικά) μέτρα· \мераы предосторожности προφυλακτικό μέτρα· \мера наказания μέτρα τιμωρίας· высшая \мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή· принять \мераы παίρνω (или λαμβάνω) μέτρα· ◊ по \мерае того́ как... καθώς..., ἐνω...· по \мерае возможности στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ· по \мерае сил στό μέτρο τῶν δυνάμεων сверх \мераы πάνω ἀπ' τό ὅριο, πέραν τοῦ δέοντος· в \мерау ἀρκετά, ἀρκούντως· не в \мерау ὑπερμέτρως, ἀμέτρως, ὑπερβολικά· по крайней \мерае, по меньшей \мерае τουλάχιστον, τό λιγώτερο· ни в какой \мерае καθόλου, οὐδόλως, κατ' ὁόδένα τρόπον. -
15 μέτρον
μέτρον (-ον, -ῳ, -ον; -α acc.)a due measure (in) c. gen.ἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον O. 13.48
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει ( reduces to moderation: post χειρῶν distinxit Bergk, v. l. μέτρον) P. 8.78κερδέων δὲ χρὴ μέτρον θηρευέμεν N. 11.47
ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων (τὰ προσήκοντα Σ. cf. Herakleitos, B 30 D—K, but v. κατέχω) I. 6.71 πρίν τις εὐθυμίᾳ σκιαζέτω νόημ' ἄκοτον ἐπὶ μέτρα (μετρίως Σ.) Pae. 1.3b measure of timea compass, spaceὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
πάντα δ' ἐξειπεῖν ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62
II (musical, metrical) measure.ἰὴ ἰῆτε νῦν μέτρα παιηόνων ἰῆτε νέοι Pae. 6.121
c measure of distance. ἐξεπόνησ' ἐπιτακτὸν ἀνὴρ μέτρον sc. Jason, while ploughing with the oxen of Aietes P. 4.237d curb, bridle τίς γὰρ ἱππείοις ἐν ἔντεσσιν μέτρα ἐπέθηκ; ( τὰ ἵππεια μέτρα τοῦ χαλινοῦ Σ, a ref. to the cult of Ἀθηνᾶ Χαλινῖτις at Korinth) O. 13.20 -
16 μετρον
τό1) мерило, измерительная линейкаμ. ἐν χερσὴν ἔχοντες Hom. — с измерительной линейкой в руках
2) единица измерения, мера емкости(ὕδατος εἴκοσι μέτρα Hom.)
3) мера, критерий(μ. οὐχ ἥ ψυχή, ἀλλὰ ὅ νόμος Xen.; φησὴ - ὅ Πρωταγόρας - πάντων χρημάτων μ. ἄνθρωπον εἶναι Plat.)
(μέτρα κελεύθου Hom.; εἰδέναι τέν χώραν μέτρῳ καὴ τόπῳ Xen.)
μέτρα θαλάσσης Hes. — морские просторы;ὅρμου μ. Hom. — обширный порт;μέτρα μορφῆς Eur. — внешние очертания, внешность5) (должная) мера, надлежащая степеньἐκ μέτρου NT. — в меру, т.е. расчетливо;μέτρα φυλάσσεσθαι Hes. — соблюдать (во всем) меру;μ. ἔχειν Plat. — умерять6) полная мера, высшая степень(κακότητος Soph.)
μ. ἥβης Hom. — расцвет молодости7) стих. размер(τὸ μέλος καὴ ὅ ῥυθμὸς καὴ τὸ μ. Plat.; τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη Xen.)
8) pl. стихи(τῶν μέτροιν ἀκοῦσαι Plat.)
-
17 безопасность
безопасность ж в разн. знач. η ασφάλεια техника \безопасностьи τα μέτρα προστασίας, τα ασφαλιστικά μέτρα (από ατυχήματα στα εργοστάσια κτλ.) коллективная \безопасность η συλλογική ασφάλεια* * *ж в разн. знач.η ασφάλειαте́хника безопа́сности — τα μέτρα προστασίας, τα ασφαλιστικά μέτρα (από ατυχήματα στα εργοστάσια κτλ.)
коллекти́вная безопа́сность — η συλλογική ασφάλεια
-
18 мерка
мерка ж τα μέτρα· снимать \меркау παίρνω τα μέτρα* * *жτα μέτραснима́ть ме́рку — παίρνω τα μέτρα
-
19 сажень
(старая русская мера длины) παλαιά ρωσική μονάδα μήκους που ισούται με 2,13 μέτρα маховая - ισούται με 1,76 μέτρα, морская - η οργυιά, косая - ισούται με 2,48 μέτρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сажень
-
20 мерка
мерк||аж τά μέτρα:снять \меркау παίρνω μέτρα· по \меркае σύμφωνα μέ τά μέτρα.
См. также в других словарях:
μέτρα — μέτρα, ἡ (Μ) 1. καταμέτρηση, μέτρημα 2. μέτρο χωρητικότητας υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μετρῶ] … Dictionary of Greek
μέτρα — τα 1. το σύνολο των ενεργειών για προστασία, αποτροπή ενός κακού, άμυνα: Οι υγειονομικές αρχές πήραν μέτρα για να μην επεκταθεί η επιδημία. 2. (νομ.), «προσωρινά μέτρα», προσωρινή διευθέτηση διαφοράς ανάμεσα σε αντιδίκους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέτρα — μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοικητικά μέτρα — Κάθε ενέργεια της διοίκησης, που τείνει στη διασφάλιση των στόχων της ομαλής λειτουργίας της και στη ρύθμιση των σχέσεών της με τους διοικούμενους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το γενικό κοινωνικό συμφέρον και την ομαλή συνύπαρξη των πολιτών μέσα στα… … Dictionary of Greek
Δέκα μέτρα καὶ ἕν τέμνε. — См. Десятью примерь, однова отрежь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αιολικά μέτρα — Ονομασία των δακτυλοτροχαϊκών μέτρων που χρησιμοποιούσαν οι αιολικοί ποιητές και μάλιστα οι διασημότεροι όπως η Σαπφώ και ο Αλκαίος. Χαρακτηριστικό των μέτρων αυτών ήταν ο σταθερός αριθμός συλλαβών. Δεν ήταν, δηλαδή, δυνατή η αντικατάσταση μιας… … Dictionary of Greek
δρακόντεια μέτρα — Βλ. λ. Δράκων … Dictionary of Greek
μέτρ' — μέτρα , μέτρον that by which anything is measured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek